τρώκτης — gnawer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωκτῆς — τρωκτός to be gnawed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρῶκται — τρώκτης gnawer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώκταις — τρώκτης gnawer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώκτην — τρώκτης gnawer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιαροτρώκτης — μιαροτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο τρώκτης, πτερνο τρώκτης] … Dictionary of Greek
συκοτρώκτης — ὁ, Α συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης] … Dictionary of Greek
Μυοτρώκται — Μυοτρῶκται, οἱ (Α) μτγν. αυτοί που τρώνε ποντίκια, οι ποντικοφάγοι, ως ονομασία μιας ανθρώπινης φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + τρώκτης(< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek
ξυλοτρώκτης — ξυλοτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινο τρώκτης] … Dictionary of Greek
πολυτρώκτης — ὁ, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] … Dictionary of Greek