τρώκτης

τρώκτης
ο, ΝΜΑ, και ανώμαλος τ. θηλ. τρωκτίς, -ίδος, Μ [τρώγω]
αυτός που ροκανίζει κάτι
νεοελλ.
1. καταχραστής
2. κερδοσκόπος
μσν.
τρώγλη
αρχ.
1. θαλάσσιο ψάρι με κοφτερά δόντια, αμία*, γουφάρι
2. ως επίθ. άπληστος
3. μτφ. (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και τον Ευστ.) πανούργος, απατεώνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρώκτης — gnawer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωκτῆς — τρωκτός to be gnawed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρῶκται — τρώκτης gnawer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώκταις — τρώκτης gnawer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώκτην — τρώκτης gnawer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαροτρώκτης — μιαροτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώει μιαρές, ακάθαρτες τροφές, μιαροφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω) πρβλ. ξυλο τρώκτης, πτερνο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • συκοτρώκτης — ὁ, Α συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τρώκτης (< τρώκτης < τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • Μυοτρώκται — Μυοτρῶκται, οἱ (Α) μτγν. αυτοί που τρώνε ποντίκια, οι ποντικοφάγοι, ως ονομασία μιας ανθρώπινης φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + τρώκτης(< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοτρώκτης — ξυλοτρώκτης, ὁ (Α) αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

  • πολυτρώκτης — ὁ, Α αυτός που τρώει πολύ, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο τρώκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”